Είναι χαρακτηριστική ιδιότητα σχεδόν κάθε κοινωνικού σχηματισμού να καλύπτεται με υπερβατικούς «μανδύες». Έτσι, η φεουδαρχική κοινωνία του Μεσαίωνα κρύβει τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα της πίσω από το ιδεολόγημα του Θείου στοιχείου που υποτίθεται ότι επιτάσσει την βασιλική εξουσία και τη δουλοκτησία. Τη διαδικασία αυτή τη συναντάμε σε ακραία μορφή στον καπιταλισμό, οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του οποίου έχουν αξιοποιήσει διάφορες έννοιες για να εξομαλύνουν τις ταξικές συγκρούσεις. Σε αυτά τα πλαίσια, ο καπιταλισμός και οι νόμοι της ελεύθερης αγοράς θεωρήθηκαν κατά καιρούς είτε ως ο πλέον «λογικός» τρόπος κοινωνικής οργάνωσης, είτε ο πιο «ακριβοδίκαιος» είτε ως ο μόνος «συμβατός» με την ανθρώπινη φύση ( λες και η ανθρώπινη φύση είναι κάτι το ανιστορικό και απαράλλαχτο μέσα στη διαδικασία της εξέλιξης). Ιδιαίτερα μετά την πτώση των σοβιετικών κρατών, οι ιδεολόγοι της άρχουσας τάξης αποθρασύνθηκαν πλήρως, φτάνοντας στο σημείο να μιλήσουν για «τέλος της ιστορίας», υπονοώντας ότι το καπιταλιστικό σύστημα είχε κερδίσει τη θέση του στην αιωνιότητα αφού κανείς πλέον δεν θα μπορούσε να το απειλήσει. Έτσι, τη δεκαετία του ’90 και καθώς οι προηγμένες δυτικές χώρες(με την καθοδήγηση της Ε.Ε.) «δένονταν» όλο και περισσότερο με τα νεοφιλελεύθερα ιδεώδη συνεχώς λιγόστευαν οι φωνές αμφισβήτησης του συστήματος. Σε αυτό το σημείο, τα αστικά ιδεολογήματα έφτασαν στο απόγειο της δόξας τους ενώ η αλαζονεία των εκφραστών τους έφτασε στο απροχώρητο.
Έχει όμως ο καιρός γυρίσματα και αποδείχθηκε για πολλοστή φορά πως οι ιδεολογικές αυταπάτες ωχριούν μπροστά στην πραγματική εξέλιξη της οικονομικής ζωής. Οι εργαζόμενοι έχοντας αποδεχθεί σιωπηρά τη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα, είδαν στην αυγή της νέας χιλιετίας, την αναβίωση μεσαιωνικών συνθηκών εργασίας ενώ η περίφημη «αδιάκοπη ανάπτυξη» που θα εκμηδένιζε την ανεργία δεν φαινόταν πουθενά στον ορίζοντα. Σε όλα αυτά ήρθε να προστεθεί η βαθύτερη κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου μετά το 1929, η οποία έχει εδώ και ένα χρόνο καθοριστικό αντίκτυπο στις συνειδήσεις των εργαζόμενων. Με την ανεργία να εκτοξεύεται σε χώρες προπύργια της πολιτικής της Ε.Ε. (π.χ. Ισπανία 15% του ενεργού πληθυσμού) και με ξεκάθαρη τη διάθεση του Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου να εντείνει την επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα (βλέπε προγράμματα stage, έκθεση Σερκας), ένα μεγάλο κομμάτι των εργαζόμενων και της νεολαίας μπήκε σε μια διαδικασία απόρριψης των αστικών ιδεολογημάτων. Πρόκειται για ιδιαίτερα σημαντική εξέλιξη αν σκεφθούμε ότι δεν αφορά μόνο μέλη και αγωνιστές της ριζοσπαστικής Αριστεράς αλλά υποκείμενα από όλο το πολιτικό φάσμα, τα οποία βιώνουν αυτή την περίοδο την πιο βίαιη αντίφαση ανάμεσα στην κοινωνική τους ύπαρξη και στον τρόπο σκέψης τους. Η αλλαγή αυτή των συσχετισμών επηρέασε σε ένα βαθμό ακόμα και τους αστικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς, οι οποίοι μπροστά στην έξαρση της καπιταλιστικής βαρβαρότητας αναγκάστηκαν να περιορίσουν τις μεταφυσικές φαντασιοπληξίες τους για ένα «δίκαιο σύστημα» που οργανώνει η σοφά «αυτορυθμιζόμενη αγορά».
Το ζήτημα είναι πώς θα συγκάλυπταν αυτή τη φορά οι αστικοί θεσμοί τα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης προκειμένου να μη μειωθούν ούτε ποσοστιαίο χιλιοστό τα κέρδη του κεφαλαίο. Στην ουσία, πώς θα δικαιολογούσαν την σχεδόν άνευ όρων παροχή δισεκατομμυρίων ευρώ στο τραπεζικό κεφάλαιο (το Ελληνικό κράτος εξασφάλισε 28 δις)την ώρα που η εργατική τάξη καθώς και τα διάφορα (μισθωτά ή μη) μικροαστικά στρώματα βιώνουν τη συνεχή επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου; Σε αυτή την περίπτωση χρειάστηκε να καταφύγουν στο κατασκεύασμα της «αναγκαιότητας», υπαινισσόμενοι ότι είναι αναγκαία η ενίσχυση των τραπεζών από τους φόρους των εργαζόμενων προκειμένου να αποφευχθεί η καθολική κατάρρευση της οικονομίας που θα οδηγούσε τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού στην ανέχεια. Στην περίπτωση αυτή, οι ιδεολόγοι της άρχουσας τάξης χρειάστηκε να παραδεχθούν μια μικρή αλήθεια για να καλύψουν πίσω της ένα πολύ μεγαλύτερο ψέμα. Η αλήθεια , που υπονόησαν, είναι ότι μετά από τόσες δεκαετίες κυριαρχίας το καπιταλιστικό σύστημα έχει κατορθώσει να αναδιαρθρώσει κάθε τομέα της κοινωνίας επιβάλλοντας σε κάθε περίπτωση τους όρους αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Σε αυτό έρχεται να προστεθεί η ολοένα και μεγαλύτερη σύμφυση των άλλων μορφών κεφαλαίου (εμπορικό, βιομηχανικό) στο τραπεζικό και γίνεται φανερή η αυξανόμενη εξάρτηση του συνόλου της κοινωνίας από το τραπεζικό σύστημα. Σε αυτά τα πλαίσια, κανείς δεν θα αρνηθεί ότι η επιβίωση των τραπεζών αποτελεί μια αναγκαιότητα μέσα στις σημερινές καπιταλιστικές συνθήκες, με την οποία συνδέεται με ποικίλους τρόπους το σύνολο του λαού. Η μεγάλη απάτη όμως, στην οποία προσπαθούν να παρασύρουν τους εργαζόμενους, είναι ότι δεν είναι δυνατό να ξεπεραστεί αυτή η σχέση εξάρτησης συνεπώς είναι «προς το συμφέρον όλων» η υποταγή σε αυτή και η διαχείριση της. Αποκρύπτουν έτσι ότι η επαναστατική δραστηριότητα του λαού μπορεί να καταστήσει απαρχαιωμένη αυτή την αναγκαιότητα, η οποία στέκεται πλέον εμπόδιο στην ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. Οι τράπεζες, ως παράγοντας οργάνωσης της οικονομίας, είναι πλέον εμφανώς ανίκανες να διαχειριστούν , προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας, τις άνευ προηγουμένου ανεπτυγμένες παραγωγικές δυνάμεις. Έτσι, οι εργαζόμενοι δεν έχουν τίποτα να κερδίσουν συμμετέχοντας στις διαμάχες των αστικών κομμάτων για το αν πρέπει να χαριστεί το α ή το β ποσό στο τραπεζικό σύστημα
Συνεπώς, ας μην τρέφουμε αυταπάτες, το τελευταίο ιδεολογικό αποκούμπι του καπιταλισμού δεν θα καταρριφθεί καθόλου εύκολα και δεν αρκεί να ξεπεραστεί στην σκέψη των αγωνιστών της Αριστεράς. Έτσι, το καπιταλιστικό σύστημα έρχεται αντιμέτωπο με εσωτερικές αντιφάσεις του που όσα ιδεολογήματα και αν επιστρατεύσει δεν μπορεί να βρει λύσεις όσο στρέφεται στις ταξικές δομές που το ίδιο έχει δημιουργήσει. Η λύση έρχεται μέσα από την επαναστατική δραστηριότητα των μαζών που διεκδικώντας την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και τον εργατικό έλεγχο, βάζουν ταφόπλακα στα αστικά ιδεολογήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου