Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009
Πώς φτάσαμε να λέμε το Δεκέμβρη του 2008 εξέγερση
Νομίζω ότι ο χαρακτηρισμός των γεγονότων ως εξέγερση έχει μείνει στη σκέψη πολλών, αν όχι των περισσότερων. Ο υπερβολικός αυτός χαρακτηρισμός οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους.
Κατ'αρχάς, ο αναρχικός χώρος που συμμετείχε σχεδόν στο σύνολο του στις περσινές κινητοποιήσεις είναι ο πρώτος που έδωσε το χαρακτηρισμό της κοινωνικής εξέγερσης χωρίς μάλιστα να έχει περάσει ούτε μια εβδομάδα από τη δολοφονία του παιδιού. Η βιαστική αυτή αποτίμηση της κατάστασης προκύπτει από μια έντονη ανυπομονησία που χαρακτηρίζει τον αναρχικό χώρο και τον κάνει να υπερβάλλει συχνά για την έκταση και την επίδραση των διάφορων κινηματικών καταστάσεων. Κοινώς, οι αναρχικοί παρασύρονται εύκολα και βλέπουν στις κοινωνικές συγκρούσεις αυτό που θέλουν να δουν αδιαφορώντας για αυτό που πραγματικά είναι. Τυπικό παράδειγμα αυτού του λάθους : μαθητές 15-16-17 χρονών κατεβαίνουν στο δρόμο και η δίκαιη οργή τους τους οδηγεί να πετάξουν μια πέτρα ή να σπάσουν μια βιτρίνα. Ο αναρχικός παρασύρεται και προβάλλει σε αυτή την πράξη τις δικές του επιθυμίες δηλαδή τη δικαιολογεί ως «αγώνας των μαθητών για αυτοθέσμιση και αυτοοργάνωση» ή κάτι παρόμοιο. Την ίδια στιγμή ο εν λόγω μαθητής μπορεί να μην έχει σκεφθεί τίποτα από αυτά και συνειδητά να λέει ότι πέταξε την πέτρα απλώς για να εκτονωθεί. Σε ευρύτερες συζητήσεις μαζί του μπορεί να φανεί ότι στο σύνολο της η σκέψη του δεν έχει κανένα από τα αντισυστημικά χαρακτηριστικά που της απέδωσε ο αναρχικός. Ένα άλλο πρόβλημα της εκτίμησης του αναρχικού για τον Δεκέμβρη είναι ότι αρνείται να αναλύσει το ανθρώπινο δυναμικό του Δεκέμβρη στα στοιχεία του, δηλαδή να εξετάσει πόσοι μαθητές, πόσοι φοιτητές, πόσοι εργαζόμενοι συμμετείχαν. Αυτό φυσικά δεν γίνεται με το να μετράμε έναν-έναν τον κόσμο στην πορεία αλλά μπορούμε να πάρουμε μια γενική εικόνα αν κοιτάξουμε πώς αντέδρασαν τα διάφορα κομμάτια της κοινωνίας στον αντίστοιχο χώρο τους. Βλέπουμε δηλαδή ένα πλήθος σχολείων και σχολών που έκλεισαν αλλά δεν βλέπουμε απεργίες-καταλήψεις χώρων δουλειάς με αντίστοιχη έκταση. Άρα για ποια κοινωνική εξέγερση μιλάμε όταν το σημαντικότερο κομμάτι της κοινωνίας (ποσοτικά και ποιοτικά) εκλείπει από αυτή, ή στην καλύτερη περίπτωση συμμετέχει σε περιορισμένο βαθμό.
Δυστυχώς, οι αναρχικοί παρέσυραν μαζί τους και σημαντικό κομμάτι της επαναστατικής Αριστεράς η οποία θεώρηση ότι είναι κριτήριο επαναστατικότητας το να αναγνωρίζει κανείς το δεκέμβρη ως εξέγερση.
Έτσι , από τη μία οι αναρχικοί εμμένουν στον όρο κοινωνική εξέγερση και δεν παραλείπουν να το αναφέρουν σε κάθε κείμενο-αφίσα-συζήτηση και παρά τον σχετικά περιορισμένο αριθμό τους κατόρθωσαν να μεταδώσουν το χαρακτηρισμό τουλάχιστον , και σε άλλα κομμάτια της κοινωνίας που με τη σειρά τους διεύρυναν τη χρησιμοποίηση του. Δεν ήταν όμως μόνοι τους σε αυτό. Τα ΜΜΕ ταυτόχρονα άρχισαν να χαρακτηρίζουν μαζικά τον Δεκέμβρη εξέγερση ακόμα και τα πιο συντηρητικά από αυτά. Στην περίπτωση τους είναι φανερό ότι καταρχάς δεν έχουν την παραμικρή ιδέα τι συνιστά μια εξέγερση και δεν τους ενδιαφέρει να προσδώσουν έναν ορισμό. Τους ενδιαφέρει απλώς να προκαλέσουν δέος και η εξέγερση είναι μια λέξη που συνηθίζει να τραβάει την προσοχή του κόσμου. Από ένα σημείο και μετά φετιχοποιήθηκε τόσο πολύ ο χαρακτηρισμός εξέγερση που πλέον χρησιμοποιούνταν σχεδόν ασυναίσθητα. Κανένας δημοσιογράφος δεν μας εξήγησε γιατί το αποκαλεί εξέγερση και όχι επανάσταση ή γιατί εξέγερση και όχι έκρηξη. Κάποιοι μάλιστα χρησιμοποιούν αβέρτα όλες αυτές τις λέξεις και πολλές άλλες μαζί σε ένα κείμενο για να χαρακτηρίσουν τον περσινό Δεκέμβρη, εννοώντας εμμέσως ότι είναι ισοδύναμες και σχεδόν ταυτόσημες.
(παρεμπιπτόντως, με κανένα τρόπο δεν υπονοώ ότι ό χαρακτηρισμός του δεκέμβρη σαν εξέγερση είναι προϊόν συνομωσίας αναρχικών και ΜΜΕ)
Εγώ διαφωνώ κάθετα είτε με την αλόγιστη χρήση των λέξεων που κάνουν οι δημοσιογράφοι είτε με την βιαστική και επιπόλαιη ανάλυση των αναρχικών. Θεωρώ ότι σε κάθε περίπτωση συσκοτίζουν την ανάλυση των γεγονότων. Αυτό γίνεται φανερό αν κάνουμε μια ιστορική αναδρομή και δούμε με ποιες περιόδους έχει συνδεθεί κάθε έννοια και τι την διαχωρίζει από τις άλλες. Δηλαδή γιατί μιλάμε για επανάσταση του 1917 στη Ρωσία και για εξέγερση το Δεκέμβρη του ’44 και γιατί άλλες περιπτώσεις τις χαρακτηρίζουμε απλώς ως τεταμένες περιόδους ή κοινωνικές εκρήξεις.
Δεν θα μπω εδώ σε μια ανάλυση και διαχωρισμό του κάθε όρου από τους άλλους, απλώς θέλω να πω ότι στη δική μου ανάλυση δεν υφίσταται κοινωνική εξέγερση το Δεκέμβρη όπως την εννοούν οι αναρχικοί, ούτε εξέγερση γενικά και αόριστα όπως το πρόβαλλαν τα μίντια ούτε εξέγερση με πρωτοστάτη τη νεολαία που ανακάλυψε ο σύριζα. Ούτε φυσικά υπάρχει μοτίβο της εξέγερσης το οποίο συνδέει τα φετινά γεγονότα με τα περσινά. Αντί να κρίνουμε μονάχα με βάση τη μορφή και την εξωτερική έκφραση, δηλαδή τις εικόνες συγκρούσεων με τα ματ και την καταστροφή αυτοκινήτων, η οποία συνδέει τον δεκέμβρη του 08 με άλλες περιόδους της ιστορίας, πρέπει να κρίνουμε με βάσει την εσωτερική δυναμική κάθε κινήματος και των στοιχείων που το αποτελούν. Σε αυτά τα πλαίσια, ο δεκέμβρης αν και μοιάζει εξωτερικά με περιόδους κοινωνικών ανατροπών του λείπουν πολλά στοιχεία για να ταυτιστεί μαζί τους και να σταθεί δίπλα τους. Για αυτό και στη δική μου σκέψη δεν είναι εξέγερση.
Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι πραγματικές εξεγέρσεις είναι μακριά…
Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009
«Οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης είναι ,σε κάθε εποχή, οι κυρίαρχες ιδέες» Καρλ Μαρξ
Σάββατο 20 Ιουνίου 2009
Αμφισβήτηση σε όλους και σε όλα...
Σε αυτά τα πλαίσια, η αυτοκριτική επιβάλλεται και πολλά μπορούν να ειπωθούν για το τι πρέπει να γίνει προκειμένου να αναπτυχθεί η δυναμική της Αριστεράς η οποία θα εκφραστεί μέσα από την καθημερινή πάλη αλλά και μέσα από τις εκλογές. Παρόλα αυτά, εγώ θα εστιάσω μόνο σε ένα στοιχείο που με απασχόλησε και πριν τις εκλογές αλλά μου φαίνεται ακόμα πιο σημαντικό μετά από τις συνθήκες που προέκυψαν.
Πρόκειται για το ζήτημα της κριτικής στο εσωτερικό των διάφορων κομμάτων και οργανώσεων της ριζοσπαστικής αριστεράς, ανεξαρτήτως μεγέθους και επιρροής. Το θέμα αυτό προκύπτει σε κάθε περίπτωση, είτε μιλάμε για μαζικά κόμματα με εντυπωσιακές σε μέγεθος δομές (βλ. ΚΚΕ) είτε για γκρουπούσκουλα (όπως υποτιμητικά τα χαρακτηρίζουν πολλοί) που δραστηριοποιούνται στο κέντρο της Αθήνας και μετά βίας περνούν το διψήφιο αριθμό μελών. Στην πρώτη περίπτωση είναι τεράστιο το ζήτημα της γραφειοκρατικοποίησης καθώς όσο μαζικότερη είναι μια οργάνωση τόσο πιο έντονη (και ίσως αναγκαία) είναι η τάση για συγκέντρωση της εξουσίας προς τα «πάνω» και για καθετοποίηση της λήψης αποφάσεων καθώς η ηγεσία αποφασίζει και η βάση εκτελεί, κατά τα πρότυπα των επιχειρήσεων. Εδώ ταιριάζουν τα λόγια του Τροτσκυ, οποίος σχολιάζοντας πώς τα πρότυπα των καπιταλιστικών όρων παραγωγής επιδρούν σε ένα ΚΚ είχε πει ότι χρειάζεται επαγρύπνηση καθώς «ένα Κομμουνιστικό Κόμμα εύκολα συγκεντρώνεται στην Κεντρική Επιτροπή του και από εκεί στο Γενικό Γραμματέα του». Στη δεύτερη περίπτωση ,δηλαδή των μικρών οργανώσεων, συχνά έχουμε να κάνουμε με ιδιαίτερα ικανές προσωπικότητες της Αριστεράς που δυστυχώς (συχνά λόγω της βαθύτατης θεωρητικής γνώσης) τείνουν να αναπτύσσουν υπερτροφικά «Εγώ», τα οποία αδυνατούν να συνυπάρξουν και να συνδιαμορφώσουν με άλλα κομμάτια του χώρου καθώς αρνούνται να κάνουν παραχωρήσεις και ουσιαστικά να στερηθούν τη μεγάλη επιρροή που ασκούν στη μικρή τους οργάνωση.
Τα προβλήματα που προκύπτουν από τα παραπάνω ποικίλλουν και είναι δύσκολο να εκτιμηθούν συνολικά.
Το πλέον εμφανές ζήτημα είναι αυτό της ενότητας και της κοινής δράσης. Στο χώρο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς το ζήτημα αυτό αποτελεί μόνιμη παθογένεια του χώρου καθώς κόμματα, οργανώσεις, ομαδούλες διασπώνται συνεχώς, πολύ συχνά με ανούσιες αφορμές. Και αν για όσους δραστηριοποιούνται στο χώρο, αυτό αποτελεί ένα σταθερό θέμα συζήτησης (ή ακόμα και χαβαλέ), για τη συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου είναι παντελώς αδιάφορο και ακατανόητο. Εξαντληθήκαμε σε αναλύσεις γιατί πρώτα το ΕΕΚ και μετά η ΟΚΔΕ αποχώρησαν από την ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α, γιατί το ΚΚΕ μλ απέχει από τις ευρωεκλογές ενώ το μλ ΚΚΕ απέχει και αποξενωθήκαμε από την πλειοψηφία του κόσμου που αναζητούσε λύσεις σε απτά προβλήματα.
Η ευθύνη των «πεφωτισμένων» ηγεσιών σε αυτό το θέμα είναι μεγάλη καθώς η στάση τους γεννά αμφιβολίες κατά πόσο «καίγονται» για τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας ή απλά και μόνο για την μακροημέρευση του μικρομάγαζου.
Το ζήτημα όμως αυτό επεκτείνεται και σε ισχυρά κόμματα της Αριστεράς όπως το ΚΚΕ και δεν πλήττει αποκλειστικά το ζήτημα της ενότητας αλλά και της ευρύτερης πολιτικής. Για παράδειγμα, αμφιβάλλω κατά πόσο η ακόμα πιο έντονη σταλινική στροφή του τελευταίου χρόνου αποτελεί επιλογή της βάσης του Κόμματος και όχι ορισμένων στελεχών της Ιδεολογικής Επιτροπής (Μαίλης, Μπέλου) που τη στηρίζουν πιο σθεναρά από όλους και στήριξαν τις θέσεις για το 18ο Συνέδριο σε μεγάλο βαθμό σε οικονομίστικα γραπτά του Στάλιν. Αντίστοιχα φαινόμενα και στο Συριζα με την επίμονη προσπάθεια μελών από διάφορες συνιστώσες με ριζοσπαστική φρασεολογία, να αναδείξουν την επαναστατικότητα επιλογών της ηγεσίας τους που μόνο τέτοια κατεύθυνση δεν δείχνουν.
Σε όλα τα παραπάνω μπορεί να αντιτάξει κανείς ότι στην πραγματικότητα δεν γνωρίζω με ακρίβεια τι συμβαίνει στο εσωτερικό των κομμάτων, καθώς μπορεί να υπάρχει έντονη αμφισβήτηση η οποία για λόγους συνοχής δεν «βγαίνει» προς τα έξω. Τυπικά αυτό είναι πολύ πιθανό, ειδικά για το ΚΚΕ όπου έχει σιδερένια ισχύ η αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και η λογική «τα εν οίκω μη εν δήμω».
Όλα αυτά έχουν βάση και για αυτό δεν είμαι απόλυτος και ,κυρίως, ελπίζω να έχω άδικο και να εξαπατώμαι από τα επιφανειακά χαρακτηριστικά.
Παρόλα αυτά, το κεντρικό ζήτημα δεν αλλάζει : οι αριστεροί δεν επιτρέπεται να χάνουν την κριτική τους σκέψη για χάρη της εσωτερικής συνοχής και πειθαρχίας. Η αμφισβήτηση του «αλάθητου» την ηγεσιών αποτελεί το πρώτο βήμα για μια συνολική αμφισβήτηση της κατεστημένης εξουσίας και τη μετέπειτα ανατροπή της.
Δυστυχώς αυτό που φαίνεται να επικρατεί είναι η επανάπαυση στο όνομα μιας άνωθεν ερχόμενης δήθεν ριζοσπαστικής πολιτικής που καθοδηγεί το κόμμα στην επιτυχία των στόχων του. Όμως, μια πολιτική κρίνεται στο σύνολο της δηλαδή όχι μόνο από τη φρασεολογία που χρησιμοποιεί ή τις πρακτικές που επιλέγει αλλά και από τις δομές και τη ζύμωση που τη γέννησαν. Έτσι, ακόμα και η πλέον επιτυχημένη χάραξη στρατηγικών στόχων και η επιλογή των κατάλληλων τακτικών μπορεί να αποδειχθεί ανεπαρκής αν αποτελεί «προϊόν» μιας ισχνής (αλλά πάντα ισχυρής) μειοψηφίας του κόμματος. Η πιθανή αποτυχία της θα έγκειται (και) στο ότι απλώς βασίστηκε στην πλειοψηφία των μελών προκειμένου να την εκτελέσουν αλλά αρκέστηκε σε αυτό, ποτέ δεν κατόρθωσε να τους εντάξει ενεργά στην πολιτική ζύμωση. Ετσι, ανεξάρτητα από το φανατισμό και την προσήλωση που θα δείξουν τα μέλη, μόνο ένα μικρό κομμάτι θα κατανοήσει σε βάθος τις πολιτικές επιλογές , ενώ η πλειοψηφία θα μείνει σε μια «κούφια» φρασεολογία. Οι βαθύτερες συνέπειες αυτής της αποπολιτικοποίησης των μελών θα φανούν με το πέρασμα του χρόνου ή , στη χειρότερη περίπτωση, θα γίνουν τρανταχτές σε περίπτωση ολικής μεταστροφής της «γραμμής» της ηγεσίας.
Το ζήτημα δομής είναι τεράστιο και δεν μπορεί να εκφραστεί εδώ επαρκώς. Θέλω να πιστεύω ότι προσέφερα κάτι στο συνολικό διάλογο και να κλείσω με μια έκκληση σε όλα τα μέλη οργανώσεων ή κομμάτων
ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ, ΚΑΜΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ-ΚΑΜΙΑ ΥΠΟΤΑΓΗ ΣΤΙΣ ΗΓΕΣΙΕΣ ΣΑΣ!
Πέμπτη 4 Ιουνίου 2009
μια πιο ειδικη και πιο επιθετικη προσεγγιση στο οικολογικο ζητημα
Συγκεκριμένα, θα μιλήσω για το φαινόμενο των τελευταίων εβδομάδων, του Οικολόγους-Πράσινους.
Πλησιάζοντας τις ευρωεκλογές, από το πουθενά αναδείχθηκε μια νέα πολιτική δύναμη. Υπέρογκα ποσοστά στις δημοσκοπήσεις, που από το 1% εκτοξεύτηκαν στο 8%, ενώ κανείς δεν γνώριζε και δεν γνωρίζει το πολιτικό τους πρόγραμμα, και αλόγιστη προβολή από τα ΜΜΕ ως μιας νέας επαναστατικής λύσης για να τις εκλογές, ανέδειξαν τους Οικολόγους-Πράσινους σε κόμμα αντίδρασης στο υπάρχον πολιτικό σύστημα.«Αν ρωτήσεις όλους αυτούς που έχουν τρέξει εδώ και χρόνια για διάφορες δράσεις που αφορούν το περιβάλλον εδώ στην Θεσσαλονίκη θα μάθεις ότι πάντα ο κ.Τρεμόπουλος ήταν ή απών ή επιθετικά διεκδικούσε να εμφανίζεται στην κεφαλή των διεκδικούντων για να καρπώνεται προσωπικά οφέλη από την όποια δράση.
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι Οικολόγοι ή ο Τρεμόπουλος, δεν δέχτηκαν να ενταχθούν σε κοινές δράσεις πολιτών για περιβαλλοντικά και κοινωνικά θέματα και η απουσία τους είναι κάτι παραπάνω από ενδεικτική για το πως κατανοούν στην πράξη αυτό που εννοείται ως συλλογική δράση.
Υπάρχουν πολλοί ενεργοί πολίτες εδώ στην Θεσσαλονίκη με πολύχρονη σχετική δραστηριοποίηση που θα επιβεβαίωναν και με το παραπάνω αυτό που λέω αλλά θα πήγαιναν ακόμα παραπέρα για να μιλήσουν για την γαργάρα που έχουν κατά καιρούς κάνει οι Οικολόγοι για τις βαρύτατες περιβαλλοντικές επιπτώσεις μεγάλων έργων ή οικονομικών δραστηριοτήτων.
Ειδικά στις περιπτώσεις που οι τοπικές κοινωνίες στην επαρχία διαμαρτυρήθηκαν και αντιτάχθηκαν για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, οι Οικολόγοι ήταν σχεδόν πάντοτε απόντες.
Βέβαια τώρα που τα φώτα της δημοσιότητας έπεσαν πάνω στους Οικολόγους και στον Τρεμόπουλο θα φανεί πόσο πραγματικά δραστήριοι και συμμετοχικοί είναι για τα θέματα που τόσο πολύ κόπτονται και έτσι θα επιβεβαιωθούν πανηγυρικά όσοι τους θεωρούν ως το πυροτέχνημα της σημερινής συγκυρίας...»
Δευτέρα 1 Ιουνίου 2009
Μια επιθετική προσέγγιση στο οικολογικό πρόβλημα...
Θα το προσεγγίσουμε μέσα από το ζήτημα του τρόπου παραγωγής (δηλαδή των μαζικών, βιομηχανοποιημένων μέσων παραγωγής) σε συνδυασμό με τις σχέσεις παραγωγής και κυρίως τις σχέσεις εμπορευματικής παραγωγής που έχουν οδηγήσει στο μονοπωλιακό καπιταλισμό.
Αρχικά είναι προφανές ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων κατά τον 17ο και 18ο αιώνα έθεσαν τις βάσεις ώστε για πρώτη φορά στην ιστορία ο άνθρωπος να μπορεί να επιδράσει στη φύση καθοριστικά και σε μεγάλη κλίμακα. Εδώ βέβαια πρέπει να προστεθεί ότι ήταν αυτή ακριβώς η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που μας επέτρεψε αργότερα να μελετήσουμε τις κλιματικές αλλαγές, να εμβαθύνουμε τις γνώσεις μας στα φυσικά φαινόμενα και εν τέλει να συνειδητοποιήσουμε την ευθύνη μας. Συνεπώς, το οικολογικό κίνημα δεν θα είχε ποτέ γεννηθεί αν δεν είχε προηγηθεί αυτή η τεχνολογική πρόοδος. Με βάση αυτά, σκέφτομαι ότι το οικολογικό πρόβλημα είναι πρωτίστως (αλλά όχι μονάχα) τεχνολογικό με την έννοια ότι την ολοκληρωτική λύση του (αν αυτή βρεθεί ποτέ) θα τη δώσει η τεχνολογία και όχι η κοινωνική ευαισθητοποίηση.
Από εκεί και έπειτα θα ήταν στείρα τεχνοκρατική αντίληψη να μείνουμε στο τεχνολογικό κομμάτι του τρόπου παραγωγής, το οποίο δεν υπάρχει στο κενό αλλά συνδέεται άμεσα με ορισμένες σχέσεις παραγωγής. Έτσι, η μαζική, βιομηχανοποιημένη παραγωγή συνδέθηκε με τη μισθωτή εκμετάλλευση και με το σύστημα κυκλοφορίας της ελεύθερης αγοράς, το οποίο ενίσχυσε το συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής και εξασφάλισε την εξάπλωση του. Πράγματι, η ανύψωση του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο του ενίσχυσε την παγκόσμια διάδοση των παραγωγικών δυνάμεων, ισοπεδώνοντας τους παλαιότερους τρόπους παραγωγής. Συνεπώς, δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις παραγωγικές δυνάμεις σαν αυτόνομη δύναμη που εξελίσσεται μόνη της αλλά πρέπει να τις αντιμετωπίσουμε συνδεδεμένες με το εκάστοτε ταξικό υπόβαθρο. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν μπορεί παρά να φανεί αστείο το πολιτικό πρόταγμα για «πράσινη» ελεύθερη αγορά, χαρακτηριστικό όλων των «οικολογικών» κομμάτων ανά την Ευρώπη, χωρίς να εξαιρούνται οι «δικοί μας» Οικολόγοι Πράσινοι του Τρεμόπουλου.
Το ζητούμενο είναι ότι όση επιτυχία κι αν έχει η ανάπτυξη της οικολογικής συνείδησης της κοινωνίας, το πρόβλημα στην ουσία του θα παραμένει όσο διατηρείται η συγκεκριμένη οργάνωση των όρων της παραγωγής. Σε σχέση με αυτό, είναι ευρέως διαδεδομένη η ψευδαίσθηση ότι διάφοροι διεθνείς οργανισμοί με ενισχυμένες αρμοδιότητες (βλέπε Ε.Ε., ΟΗΕ) μπορούν να επιβάλλουν όρους οικολογικού σχεδιασμού στην εκ φύσεως άναρχη καπιταλιστική παραγωγή. Κάτι τέτοιο αποτελεί αυταπάτη γιατί εξ υπονοεί ότι οι οργανισμοί λειτουργούν «πάνω» από την κοινωνία προς όφελος της. Φυσικά, οι οργανισμοί αυτοί αποτελούν πεδία ταξικής πάλης που συνδέονται άμεσα με τους εκάστοτε συσχετισμούς είτε μεταξύ αστικής και εργατικής τάξης είτε μεταξύ των διαφορών μερίδων της άρχουσας τάξης. Έτσι, οι ίδιοι οι μηχανισμοί οργανώνονται (και αναδιοργανώνονται) με βάση τις ταξικές αντιπαραθέσεις και τελικώς , καθώς υπάρχει άρχουσα τάξη, καταλήγουν να προσαρμόζονται στις απαιτήσεις της. Βεβαίως, διατηρούν μια περιορισμένη αυτονομία ενώ παράλληλα δέχονται τις επιδράσεις όλων των υπαρχουσών αντιθέσεων και φυσικά τις επιδράσεις της κύριας αντίθεσης μεταξύ βιομηχανικού κεφαλαίου και προλεταριάτου.
Σε κάθε περίπτωση όμως, αποτελούν αστικούς μηχανισμούς, δηλαδή δεν είναι απλά «εργαλεία» που θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν οι εργαζόμενοι (σε περίπτωση αλλαγής των συσχετισμών) για να αμφισβητήσουν ευθέως τα καπιταλιστικά συμφέροντα. Συνεπώς, δεν μπορούν να αξιοποιηθούν για τη ριζική μετατροπή των σχέσεων παραγωγής και τη συνεπακόλουθη αλλαγή στην πορεία ανάπτυξης (και αξιοποίησης) των παραγωγικών δυνάμεων.
Καταλήγουμε, ότι η ουσιαστική λύση του οικολογικού προβλήματος έγκειται στην ολοκληρωτικά διαφορετική λειτουργία των παραγωγικών δυνάμεων μέσα από την αξιοποίηση της τεχνολογικής ανάπτυξης. Προκειμένου όμως η ανθρωπότητα να απελευθερώσει σε αυτή την κατεύθυνση τις παραγωγικές δυνάμεις της πρέπει πρώτα να ελευθερωθεί η ίδια από τις σημερινές σχέσεις παραγωγής, τις βασιζόμενες στην εκμετάλλευση της παραγωγικής πλειοψηφίας του πληθυσμού από μια οικτρή μειοψηφία.
Πρέπει να απελευθερωθεί από τις κρίσεις υπερπαραγωγής που την ταλανίζουν σήμερα και θα την ταλανίζουν όσο παραμένει στο «βασίλειο της τυφλής αναγκαιότητας» όπως χαρακτηρίζει ο Ένγκελς τις εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής.
Η λύση βρίσκεται στη ριζοσπαστική οικολογία και την κοινωνική απελευθέρωση και όχι στην οικολογία του «καναπέ» και της δημοσκοπικής φούσκας