REMEMBER, REMEMBER THE 6th OF DECEMBER...

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

Πώς φτάσαμε να λέμε το Δεκέμβρη του 2008 εξέγερση

Πέρα από ολα τα άλλα (γιατί ο δεκέμβρης του 08 σηκώνει πολλή κουβέντα) θέλω να μείνω στον ορισμό του ως εξέγερση.

Νομίζω ότι ο χαρακτηρισμός των γεγονότων ως εξέγερση έχει μείνει στη σκέψη πολλών, αν όχι των περισσότερων. Ο υπερβολικός αυτός χαρακτηρισμός οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους.

Κατ'αρχάς, ο αναρχικός χώρος που συμμετείχε σχεδόν στο σύνολο του στις περσινές κινητοποιήσεις είναι ο πρώτος που έδωσε το χαρακτηρισμό της κοινωνικής εξέγερσης χωρίς μάλιστα να έχει περάσει ούτε μια εβδομάδα από τη δολοφονία του παιδιού. Η βιαστική αυτή αποτίμηση της κατάστασης προκύπτει από μια έντονη ανυπομονησία που χαρακτηρίζει τον αναρχικό χώρο και τον κάνει να υπερβάλλει συχνά για την έκταση και την επίδραση των διάφορων κινηματικών καταστάσεων. Κοινώς, οι αναρχικοί παρασύρονται εύκολα και βλέπουν στις κοινωνικές συγκρούσεις αυτό που θέλουν να δουν αδιαφορώντας για αυτό που πραγματικά είναι. Τυπικό παράδειγμα αυτού του λάθους : μαθητές 15-16-17 χρονών κατεβαίνουν στο δρόμο και η δίκαιη οργή τους τους οδηγεί να πετάξουν μια πέτρα ή να σπάσουν μια βιτρίνα. Ο αναρχικός παρασύρεται και προβάλλει σε αυτή την πράξη τις δικές του επιθυμίες δηλαδή τη δικαιολογεί ως «αγώνας των μαθητών για αυτοθέσμιση και αυτοοργάνωση» ή κάτι παρόμοιο. Την ίδια στιγμή ο εν λόγω μαθητής μπορεί να μην έχει σκεφθεί τίποτα από αυτά και συνειδητά να λέει ότι πέταξε την πέτρα απλώς για να εκτονωθεί. Σε ευρύτερες συζητήσεις μαζί του μπορεί να φανεί ότι στο σύνολο της η σκέψη του δεν έχει κανένα από τα αντισυστημικά χαρακτηριστικά που της απέδωσε ο αναρχικός. Ένα άλλο πρόβλημα της εκτίμησης του αναρχικού για τον Δεκέμβρη είναι ότι αρνείται να αναλύσει το ανθρώπινο δυναμικό του Δεκέμβρη στα στοιχεία του, δηλαδή να εξετάσει πόσοι μαθητές, πόσοι φοιτητές, πόσοι εργαζόμενοι συμμετείχαν. Αυτό φυσικά δεν γίνεται με το να μετράμε έναν-έναν τον κόσμο στην πορεία αλλά μπορούμε να πάρουμε μια γενική εικόνα αν κοιτάξουμε πώς αντέδρασαν τα διάφορα κομμάτια της κοινωνίας στον αντίστοιχο χώρο τους. Βλέπουμε δηλαδή ένα πλήθος σχολείων και σχολών που έκλεισαν αλλά δεν βλέπουμε απεργίες-καταλήψεις χώρων δουλειάς με αντίστοιχη έκταση. Άρα για ποια κοινωνική εξέγερση μιλάμε όταν το σημαντικότερο κομμάτι της κοινωνίας (ποσοτικά και ποιοτικά) εκλείπει από αυτή, ή στην καλύτερη περίπτωση συμμετέχει σε περιορισμένο βαθμό.

Δυστυχώς, οι αναρχικοί παρέσυραν μαζί τους και σημαντικό κομμάτι της επαναστατικής Αριστεράς η οποία θεώρηση ότι είναι κριτήριο επαναστατικότητας το να αναγνωρίζει κανείς το δεκέμβρη ως εξέγερση.

Έτσι , από τη μία οι αναρχικοί εμμένουν στον όρο κοινωνική εξέγερση και δεν παραλείπουν να το αναφέρουν σε κάθε κείμενο-αφίσα-συζήτηση και παρά τον σχετικά περιορισμένο αριθμό τους κατόρθωσαν να μεταδώσουν το χαρακτηρισμό τουλάχιστον , και σε άλλα κομμάτια της κοινωνίας που με τη σειρά τους διεύρυναν τη χρησιμοποίηση του. Δεν ήταν όμως μόνοι τους σε αυτό. Τα ΜΜΕ ταυτόχρονα άρχισαν να χαρακτηρίζουν μαζικά τον Δεκέμβρη εξέγερση ακόμα και τα πιο συντηρητικά από αυτά. Στην περίπτωση τους είναι φανερό ότι καταρχάς δεν έχουν την παραμικρή ιδέα τι συνιστά μια εξέγερση και δεν τους ενδιαφέρει να προσδώσουν έναν ορισμό. Τους ενδιαφέρει απλώς να προκαλέσουν δέος και η εξέγερση είναι μια λέξη που συνηθίζει να τραβάει την προσοχή του κόσμου. Από ένα σημείο και μετά φετιχοποιήθηκε τόσο πολύ ο χαρακτηρισμός εξέγερση που πλέον χρησιμοποιούνταν σχεδόν ασυναίσθητα. Κανένας δημοσιογράφος δεν μας εξήγησε γιατί το αποκαλεί εξέγερση και όχι επανάσταση ή γιατί εξέγερση και όχι έκρηξη. Κάποιοι μάλιστα χρησιμοποιούν αβέρτα όλες αυτές τις λέξεις και πολλές άλλες μαζί σε ένα κείμενο για να χαρακτηρίσουν τον περσινό Δεκέμβρη, εννοώντας εμμέσως ότι είναι ισοδύναμες και σχεδόν ταυτόσημες.

(παρεμπιπτόντως, με κανένα τρόπο δεν υπονοώ ότι ό χαρακτηρισμός του δεκέμβρη σαν εξέγερση είναι προϊόν συνομωσίας αναρχικών και ΜΜΕ)

Εγώ διαφωνώ κάθετα είτε με την αλόγιστη χρήση των λέξεων που κάνουν οι δημοσιογράφοι είτε με την βιαστική και επιπόλαιη ανάλυση των αναρχικών. Θεωρώ ότι σε κάθε περίπτωση συσκοτίζουν την ανάλυση των γεγονότων. Αυτό γίνεται φανερό αν κάνουμε μια ιστορική αναδρομή και δούμε με ποιες περιόδους έχει συνδεθεί κάθε έννοια και τι την διαχωρίζει από τις άλλες. Δηλαδή γιατί μιλάμε για επανάσταση του 1917 στη Ρωσία και για εξέγερση το Δεκέμβρη του ’44 και γιατί άλλες περιπτώσεις τις χαρακτηρίζουμε απλώς ως τεταμένες περιόδους ή κοινωνικές εκρήξεις.

Δεν θα μπω εδώ σε μια ανάλυση και διαχωρισμό του κάθε όρου από τους άλλους, απλώς θέλω να πω ότι στη δική μου ανάλυση δεν υφίσταται κοινωνική εξέγερση το Δεκέμβρη όπως την εννοούν οι αναρχικοί, ούτε εξέγερση γενικά και αόριστα όπως το πρόβαλλαν τα μίντια ούτε εξέγερση με πρωτοστάτη τη νεολαία που ανακάλυψε ο σύριζα. Ούτε φυσικά υπάρχει μοτίβο της εξέγερσης το οποίο συνδέει τα φετινά γεγονότα με τα περσινά. Αντί να κρίνουμε μονάχα με βάση τη μορφή και την εξωτερική έκφραση, δηλαδή τις εικόνες συγκρούσεων με τα ματ και την καταστροφή αυτοκινήτων, η οποία συνδέει τον δεκέμβρη του 08 με άλλες περιόδους της ιστορίας, πρέπει να κρίνουμε με βάσει την εσωτερική δυναμική κάθε κινήματος και των στοιχείων που το αποτελούν. Σε αυτά τα πλαίσια, ο δεκέμβρης αν και μοιάζει εξωτερικά με περιόδους κοινωνικών ανατροπών του λείπουν πολλά στοιχεία για να ταυτιστεί μαζί τους και να σταθεί δίπλα τους. Για αυτό και στη δική μου σκέψη δεν είναι εξέγερση.

Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι πραγματικές εξεγέρσεις είναι μακριά…

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009

«Οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης είναι ,σε κάθε εποχή, οι κυρίαρχες ιδέες» Καρλ Μαρξ

Είναι χαρακτηριστική ιδιότητα σχεδόν κάθε κοινωνικού σχηματισμού να καλύπτεται με υπερβατικούς «μανδύες». Έτσι, η φεουδαρχική κοινωνία του Μεσαίωνα κρύβει τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα της πίσω από το ιδεολόγημα του Θείου στοιχείου που υποτίθεται ότι επιτάσσει την βασιλική εξουσία και τη δουλοκτησία. Τη διαδικασία αυτή τη συναντάμε σε ακραία μορφή στον καπιταλισμό, οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του οποίου έχουν αξιοποιήσει διάφορες έννοιες για να εξομαλύνουν τις ταξικές συγκρούσεις. Σε αυτά τα πλαίσια, ο καπιταλισμός και οι νόμοι της ελεύθερης αγοράς  θεωρήθηκαν κατά καιρούς είτε  ως ο πλέον «λογικός» τρόπος κοινωνικής οργάνωσης, είτε ο πιο «ακριβοδίκαιος» είτε ως ο μόνος «συμβατός» με την ανθρώπινη φύση ( λες και η ανθρώπινη φύση είναι κάτι το ανιστορικό και απαράλλαχτο μέσα στη διαδικασία της εξέλιξης). Ιδιαίτερα μετά την πτώση των σοβιετικών κρατών, οι ιδεολόγοι της άρχουσας τάξης αποθρασύνθηκαν πλήρως, φτάνοντας στο σημείο να μιλήσουν για «τέλος της ιστορίας», υπονοώντας ότι το καπιταλιστικό σύστημα είχε κερδίσει τη θέση του στην αιωνιότητα αφού κανείς πλέον δεν θα μπορούσε να το απειλήσει. Έτσι, τη δεκαετία του ’90 και καθώς οι προηγμένες δυτικές χώρες(με την καθοδήγηση της Ε.Ε.) «δένονταν» όλο και περισσότερο με τα νεοφιλελεύθερα ιδεώδη συνεχώς λιγόστευαν οι φωνές αμφισβήτησης του συστήματος. Σε αυτό το σημείο, τα αστικά ιδεολογήματα έφτασαν στο απόγειο της δόξας τους ενώ η αλαζονεία των εκφραστών τους έφτασε στο απροχώρητο.
                Έχει όμως ο καιρός γυρίσματα και αποδείχθηκε για πολλοστή φορά πως οι ιδεολογικές αυταπάτες ωχριούν μπροστά στην πραγματική εξέλιξη της οικονομικής ζωής. Οι εργαζόμενοι έχοντας αποδεχθεί σιωπηρά τη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα, είδαν στην αυγή της νέας χιλιετίας, την αναβίωση μεσαιωνικών συνθηκών εργασίας ενώ η περίφημη «αδιάκοπη ανάπτυξη» που θα εκμηδένιζε την ανεργία δεν φαινόταν πουθενά στον ορίζοντα. Σε όλα αυτά ήρθε να προστεθεί η βαθύτερη κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου μετά το 1929, η οποία έχει εδώ και ένα χρόνο καθοριστικό αντίκτυπο στις συνειδήσεις των εργαζόμενων. Με την ανεργία να εκτοξεύεται σε χώρες προπύργια της πολιτικής της Ε.Ε. (π.χ. Ισπανία 15% του ενεργού πληθυσμού) και με ξεκάθαρη τη διάθεση του Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου να εντείνει την επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα (βλέπε προγράμματα stage, έκθεση Σερκας), ένα μεγάλο κομμάτι των εργαζόμενων και της νεολαίας μπήκε σε μια διαδικασία απόρριψης των αστικών ιδεολογημάτων. Πρόκειται για ιδιαίτερα σημαντική εξέλιξη αν σκεφθούμε ότι  δεν αφορά μόνο μέλη και αγωνιστές της ριζοσπαστικής Αριστεράς αλλά υποκείμενα από όλο το πολιτικό φάσμα, τα οποία βιώνουν αυτή την περίοδο την πιο βίαιη αντίφαση ανάμεσα στην κοινωνική τους ύπαρξη και στον τρόπο σκέψης τους. Η αλλαγή αυτή των συσχετισμών επηρέασε σε ένα βαθμό ακόμα και τους αστικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς, οι οποίοι μπροστά στην έξαρση της καπιταλιστικής βαρβαρότητας αναγκάστηκαν να περιορίσουν τις μεταφυσικές φαντασιοπληξίες τους για ένα «δίκαιο σύστημα» που οργανώνει η σοφά «αυτορυθμιζόμενη αγορά».
Το ζήτημα είναι πώς θα συγκάλυπταν αυτή τη φορά οι αστικοί θεσμοί τα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης προκειμένου να μη μειωθούν ούτε ποσοστιαίο χιλιοστό τα κέρδη του κεφαλαίο. Στην ουσία, πώς θα δικαιολογούσαν την σχεδόν άνευ όρων παροχή δισεκατομμυρίων ευρώ στο τραπεζικό κεφάλαιο (το Ελληνικό κράτος εξασφάλισε 28 δις)την ώρα που η εργατική τάξη καθώς και τα διάφορα (μισθωτά ή μη) μικροαστικά στρώματα βιώνουν τη συνεχή επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου;  Σε αυτή την περίπτωση χρειάστηκε να καταφύγουν στο κατασκεύασμα της «αναγκαιότητας», υπαινισσόμενοι ότι είναι αναγκαία η ενίσχυση των τραπεζών από τους φόρους των εργαζόμενων προκειμένου να αποφευχθεί η καθολική κατάρρευση της οικονομίας που θα οδηγούσε τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού στην ανέχεια. Στην περίπτωση αυτή, οι ιδεολόγοι της άρχουσας τάξης χρειάστηκε να παραδεχθούν μια μικρή αλήθεια για να καλύψουν πίσω της ένα πολύ μεγαλύτερο ψέμα. Η αλήθεια , που υπονόησαν, είναι ότι μετά από τόσες δεκαετίες κυριαρχίας το καπιταλιστικό σύστημα έχει κατορθώσει να αναδιαρθρώσει κάθε τομέα της κοινωνίας επιβάλλοντας σε κάθε περίπτωση τους όρους αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Σε αυτό έρχεται να προστεθεί η ολοένα και μεγαλύτερη σύμφυση των άλλων μορφών κεφαλαίου (εμπορικό, βιομηχανικό) στο τραπεζικό και γίνεται φανερή η αυξανόμενη εξάρτηση του συνόλου της κοινωνίας από το τραπεζικό σύστημα. Σε αυτά τα πλαίσια, κανείς δεν θα αρνηθεί ότι η επιβίωση των τραπεζών αποτελεί μια αναγκαιότητα μέσα στις σημερινές καπιταλιστικές συνθήκες, με την οποία συνδέεται με ποικίλους τρόπους το σύνολο του λαού. Η μεγάλη απάτη  όμως, στην οποία προσπαθούν να παρασύρουν τους εργαζόμενους, είναι ότι δεν είναι δυνατό να ξεπεραστεί αυτή η σχέση εξάρτησης συνεπώς είναι «προς το συμφέρον όλων» η υποταγή σε αυτή και η διαχείριση της. Αποκρύπτουν έτσι ότι η επαναστατική δραστηριότητα του λαού μπορεί να καταστήσει απαρχαιωμένη αυτή την αναγκαιότητα, η οποία στέκεται πλέον εμπόδιο στην ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. Οι τράπεζες, ως παράγοντας οργάνωσης της οικονομίας, είναι πλέον εμφανώς ανίκανες να διαχειριστούν , προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας, τις άνευ προηγουμένου ανεπτυγμένες παραγωγικές δυνάμεις. Έτσι, οι εργαζόμενοι δεν έχουν τίποτα να κερδίσουν συμμετέχοντας στις διαμάχες των αστικών κομμάτων για το αν πρέπει να χαριστεί το α ή το β ποσό στο τραπεζικό σύστημα
Συνεπώς, ας μην τρέφουμε αυταπάτες, το τελευταίο ιδεολογικό αποκούμπι του καπιταλισμού δεν θα καταρριφθεί καθόλου εύκολα και δεν αρκεί να ξεπεραστεί στην σκέψη των αγωνιστών της Αριστεράς. Έτσι, το καπιταλιστικό σύστημα έρχεται αντιμέτωπο με εσωτερικές αντιφάσεις του που όσα ιδεολογήματα και αν επιστρατεύσει δεν μπορεί να βρει λύσεις όσο στρέφεται στις ταξικές δομές που το ίδιο έχει δημιουργήσει. Η λύση έρχεται μέσα από την επαναστατική δραστηριότητα των μαζών που διεκδικώντας την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και τον εργατικό έλεγχο, βάζουν ταφόπλακα στα αστικά ιδεολογήματα.

Σάββατο 20 Ιουνίου 2009

Αμφισβήτηση σε όλους και σε όλα...

Το εκλογικό πανηγυράκι τελείωσε και είναι πλέον εμφανές ότι η ριζοσπαστική αριστερά απέτυχε να αποτελέσει διέξοδο για τον απογοητευμένο με την πολιτική κόσμο ο οποίος είτε συντηρητικοποιήθηκε είτε στήριξε οτιδήποτε έφερε τη λέξη οικολόγος στο ψηφοδέλτιο είτε (στη μεγάλη πλειοψηφία του) επέλεξε τις παραλίες, εγκαταλείποντας έτσι και το τελευταίο μέσο συνειδητής πολιτικής δράσης. Η αποτυχία γίνεται ακόμα μεγαλύτερη αν αναλογιστούμε τις συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης μέσα στις οποίες διεξήχθησαν οι εκλογές. Η κρίση έδωσε ώθηση στην αριστερά να αμφισβητήσει ακόμα πιο έντονα τις κυρίαρχες πολιτικές διαχείρισης του συστήματος και να δείξει στον κόσμο (και ιδίως σε όσους πλήττονται άμεσα από την κρίση) μια επαναστατική πολιτική με στόχο την ανατροπή. Βέβαια, όλα αυτά έμειναν στη θεωρία καθώς στην πράξη η ευκαιρία αυτή πέρασε ανεκμετάλλευτη και , για την ακρίβεια, αξιοποιήθηκε κυρίως από δυνάμεις της πιο φανατισμένης αντίδρασης όπως το ΛΑΟΣ και η Χρυσή Αυγή.

Σε αυτά τα πλαίσια, η αυτοκριτική επιβάλλεται και πολλά μπορούν να ειπωθούν για το τι πρέπει να γίνει προκειμένου να αναπτυχθεί η δυναμική της Αριστεράς η οποία θα εκφραστεί μέσα από την καθημερινή πάλη αλλά και μέσα από τις εκλογές. Παρόλα αυτά, εγώ θα εστιάσω μόνο σε ένα στοιχείο που με απασχόλησε και πριν τις εκλογές αλλά μου φαίνεται ακόμα πιο σημαντικό μετά από τις συνθήκες που προέκυψαν.

Πρόκειται για το ζήτημα της κριτικής στο εσωτερικό των διάφορων κομμάτων και οργανώσεων της ριζοσπαστικής αριστεράς, ανεξαρτήτως μεγέθους και επιρροής. Το θέμα αυτό προκύπτει σε κάθε περίπτωση, είτε μιλάμε για μαζικά κόμματα με εντυπωσιακές σε μέγεθος δομές (βλ. ΚΚΕ) είτε για γκρουπούσκουλα (όπως υποτιμητικά τα χαρακτηρίζουν πολλοί) που δραστηριοποιούνται στο κέντρο της Αθήνας και μετά βίας περνούν το διψήφιο αριθμό μελών. Στην πρώτη περίπτωση είναι τεράστιο το ζήτημα της γραφειοκρατικοποίησης καθώς όσο μαζικότερη είναι μια οργάνωση τόσο πιο έντονη (και ίσως αναγκαία) είναι η τάση για συγκέντρωση της εξουσίας προς τα «πάνω» και για καθετοποίηση της λήψης αποφάσεων καθώς η ηγεσία αποφασίζει και η βάση εκτελεί, κατά τα πρότυπα των επιχειρήσεων. Εδώ ταιριάζουν τα λόγια του Τροτσκυ, οποίος σχολιάζοντας πώς τα πρότυπα των καπιταλιστικών όρων παραγωγής επιδρούν σε ένα ΚΚ είχε πει ότι χρειάζεται επαγρύπνηση καθώς «ένα Κομμουνιστικό Κόμμα εύκολα συγκεντρώνεται στην Κεντρική Επιτροπή του και από εκεί στο Γενικό Γραμματέα του». Στη δεύτερη περίπτωση ,δηλαδή των μικρών οργανώσεων, συχνά έχουμε να κάνουμε με ιδιαίτερα ικανές προσωπικότητες της Αριστεράς που δυστυχώς (συχνά λόγω της βαθύτατης θεωρητικής γνώσης) τείνουν να αναπτύσσουν υπερτροφικά «Εγώ», τα οποία αδυνατούν να συνυπάρξουν και να συνδιαμορφώσουν με άλλα κομμάτια του χώρου καθώς αρνούνται να κάνουν παραχωρήσεις και ουσιαστικά να στερηθούν τη μεγάλη επιρροή που ασκούν στη μικρή τους οργάνωση.

Τα προβλήματα που προκύπτουν από τα παραπάνω ποικίλλουν και είναι δύσκολο να εκτιμηθούν συνολικά.

Το πλέον εμφανές ζήτημα είναι αυτό της ενότητας και της κοινής δράσης. Στο χώρο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς το ζήτημα αυτό αποτελεί μόνιμη παθογένεια του χώρου καθώς κόμματα, οργανώσεις, ομαδούλες διασπώνται συνεχώς, πολύ συχνά με ανούσιες αφορμές. Και αν για όσους δραστηριοποιούνται στο χώρο, αυτό αποτελεί ένα σταθερό θέμα συζήτησης (ή ακόμα και χαβαλέ), για τη συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου είναι παντελώς αδιάφορο και ακατανόητο. Εξαντληθήκαμε σε αναλύσεις γιατί πρώτα το ΕΕΚ και μετά η ΟΚΔΕ αποχώρησαν από την ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α, γιατί το ΚΚΕ μλ απέχει από τις ευρωεκλογές ενώ το μλ ΚΚΕ απέχει και αποξενωθήκαμε από την πλειοψηφία του κόσμου που αναζητούσε λύσεις σε απτά προβλήματα.

Η ευθύνη των «πεφωτισμένων» ηγεσιών σε αυτό το θέμα είναι μεγάλη καθώς η στάση τους γεννά αμφιβολίες κατά πόσο «καίγονται» για τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας ή απλά και μόνο για την μακροημέρευση του μικρομάγαζου.

Το ζήτημα όμως αυτό επεκτείνεται και σε ισχυρά κόμματα της Αριστεράς όπως το ΚΚΕ και δεν πλήττει αποκλειστικά το ζήτημα της ενότητας αλλά και της ευρύτερης πολιτικής. Για παράδειγμα, αμφιβάλλω κατά πόσο η ακόμα πιο έντονη σταλινική στροφή του τελευταίου χρόνου αποτελεί επιλογή της βάσης του Κόμματος και όχι ορισμένων στελεχών της Ιδεολογικής Επιτροπής (Μαίλης, Μπέλου) που τη στηρίζουν πιο σθεναρά από όλους και στήριξαν τις θέσεις για το 18ο Συνέδριο σε μεγάλο βαθμό σε οικονομίστικα γραπτά του Στάλιν. Αντίστοιχα φαινόμενα και στο Συριζα με την επίμονη προσπάθεια μελών από διάφορες συνιστώσες με ριζοσπαστική φρασεολογία, να αναδείξουν την επαναστατικότητα επιλογών της ηγεσίας τους που μόνο τέτοια κατεύθυνση δεν δείχνουν.


Σε όλα τα παραπάνω μπορεί να αντιτάξει κανείς ότι στην πραγματικότητα δεν γνωρίζω με ακρίβεια τι συμβαίνει στο εσωτερικό των κομμάτων, καθώς μπορεί να υπάρχει έντονη αμφισβήτηση η οποία για λόγους συνοχής δεν «βγαίνει» προς τα έξω. Τυπικά αυτό είναι πολύ πιθανό, ειδικά για το ΚΚΕ όπου έχει σιδερένια ισχύ η αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και η λογική «τα εν οίκω μη εν δήμω».
Όλα αυτά έχουν βάση και για αυτό δεν είμαι απόλυτος και ,κυρίως, ελπίζω να έχω άδικο και να εξαπατώμαι από τα επιφανειακά χαρακτηριστικά.

Παρόλα αυτά, το κεντρικό ζήτημα δεν αλλάζει : οι αριστεροί δεν επιτρέπεται να χάνουν την κριτική τους σκέψη για χάρη της εσωτερικής συνοχής και πειθαρχίας. Η αμφισβήτηση του «αλάθητου» την ηγεσιών αποτελεί το πρώτο βήμα για μια συνολική αμφισβήτηση της κατεστημένης εξουσίας και τη μετέπειτα ανατροπή της.
Δυστυχώς αυτό που φαίνεται να επικρατεί είναι η επανάπαυση στο όνομα μιας άνωθεν ερχόμενης δήθεν ριζοσπαστικής πολιτικής που καθοδηγεί το κόμμα στην επιτυχία των στόχων του. Όμως, μια πολιτική κρίνεται στο σύνολο της δηλαδή όχι μόνο από τη φρασεολογία που χρησιμοποιεί ή τις πρακτικές που επιλέγει αλλά και από τις δομές και τη ζύμωση που τη γέννησαν. Έτσι, ακόμα και η πλέον επιτυχημένη χάραξη στρατηγικών στόχων και η επιλογή των κατάλληλων τακτικών μπορεί να αποδειχθεί ανεπαρκής αν αποτελεί «προϊόν» μιας ισχνής (αλλά πάντα ισχυρής) μειοψηφίας του κόμματος. Η πιθανή αποτυχία της θα έγκειται (και) στο ότι απλώς βασίστηκε στην πλειοψηφία των μελών προκειμένου να την εκτελέσουν αλλά αρκέστηκε σε αυτό, ποτέ δεν κατόρθωσε να τους εντάξει ενεργά στην πολιτική ζύμωση. Ετσι, ανεξάρτητα από το φανατισμό και την προσήλωση που θα δείξουν τα μέλη, μόνο ένα μικρό κομμάτι θα κατανοήσει σε βάθος τις πολιτικές επιλογές , ενώ η πλειοψηφία θα μείνει σε μια «κούφια» φρασεολογία. Οι βαθύτερες συνέπειες αυτής της αποπολιτικοποίησης των μελών θα φανούν με το πέρασμα του χρόνου ή , στη χειρότερη περίπτωση, θα γίνουν τρανταχτές σε περίπτωση ολικής μεταστροφής της «γραμμής» της ηγεσίας.

Το ζήτημα δομής είναι τεράστιο και δεν μπορεί να εκφραστεί εδώ επαρκώς. Θέλω να πιστεύω ότι προσέφερα κάτι στο συνολικό διάλογο και να κλείσω με μια έκκληση σε όλα τα μέλη οργανώσεων ή κομμάτων

ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ, ΚΑΜΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ-ΚΑΜΙΑ ΥΠΟΤΑΓΗ ΣΤΙΣ ΗΓΕΣΙΕΣ ΣΑΣ!

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2009

μια πιο ειδικη και πιο επιθετικη προσεγγιση στο οικολογικο ζητημα

Συγκεκριμένα, θα μιλήσω για το φαινόμενο των τελευταίων εβδομάδων, του Οικολόγους-Πράσινους.

Πλησιάζοντας τις ευρωεκλογές, από το πουθενά αναδείχθηκε μια νέα πολιτική δύναμη. Υπέρογκα ποσοστά στις δημοσκοπήσεις, που από το 1% εκτοξεύτηκαν στο 8%, ενώ κανείς δεν γνώριζε και δεν γνωρίζει το πολιτικό τους πρόγραμμα, και αλόγιστη προβολή από τα ΜΜΕ ως μιας νέας επαναστατικής λύσης για να τις εκλογές, ανέδειξαν τους Οικολόγους-Πράσινους σε κόμμα αντίδρασης στο υπάρχον πολιτικό σύστημα.

Ας δούμε την επαναστατικότητα που εκπροσωπούν οι Πράσινοι λοιπόν…
Στο site τους, διαβάζω από την απόφαση του Πανελλαδικού Συμβουλίου τους:
‘Διάσωση τραπεζών με δημόσιο χρήμα να θεωρείται αύξηση μετοχικού κεφαλαίου (με μετατρεψιμότητα των προνομιούχων μετοχών σε κοινές) και να οδηγεί σε αντίστοιχη -προσωρινή έστω- κρατικοποίηση, ώστε τα χρήματα αυτά να μπορούν να ανακτηθούν αργότερα.’ Εφαρμογή του κρατισμού δηλαδή, διάσωση των τραπεζών με τα χρήματα του λαού, διάσωση δηλαδή του θύτη με τα χρήματα του εκμεταλλευόμενου.
Νωρίτερα όμως, η απόφαση λέει πως ‘οι Οικολόγοι Πράσινοι με απογοήτευση βλέπουν να δαπανώνται τεράστια ποσά από το δημόσιο πλούτο για τη διάσωση και κρατικοποίηση των ζημιών των πιο κερδοσκοπικών και ριψοκίνδυνων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων’. Στην απόφαση αυτή δηλαδή φαίνεται πως το κεντρικό τους όργανο παλινδρομεί μην έχοντας κάποιο σταθερό και σοβαρό πολιτικό πλαίσιο, αλλά πρώτα κάνει μία διακήρυξη έτσι για να δείξει ότι είναι φιλολαϊκό κόμμα, και στη συνέχεια δηλώνει μια πολιτική θέση που απέχει πάρα πολύ από το να χαρακτηρισθεί ριζοσπαστική ή ‘εναλλακτική’, διαφορετική (από τις υπόλοιπες και κυρίως αυτές των κομμάτων εξουσίας) δηλαδή…

Διαβάζουμε ακόμη, πως τα μέτρα της κυβέρνησης πρέπει να χρησιμοποιηθούν μόνο προσωρινά, ‘μόνο για να κερδίσουμε πολύτιμο χρόνο που θα τον αφιερώσουμε στην αναζήτηση ουσιαστικών και διαρκών λύσεων μέσα από τον ριζοσπαστικό επανασχεδιασμό και αναμόρφωση όχι μόνο του χρηματοπιστωτικού αλλά και συνολικά του πολιτικού και οικονομικού συστήματος. Τι να πω εδώ? Ότι δεν έχει κάποια πολιτική βάση αυτή η θέση, ή ότι δεν στέκει - με τα ελληνικά που γνωρίζω τουλάχιστον? Πως γίνεται η αναδιαμόρφωση και ο επανασχεδιασμός του καπιταλισμού να είναι ριζοσπαστικός? Δεν στέκει λογικά αυτή η θέση, άσχετα που δεν λέει τίποτα παραπάνω από τις θέσεις του ΠΑΣΟΚ…

Τί προτείνουν τελικά οι Οικολόγοι –Πράσινοι?
Σε παγκόσμιο επίπεδο, την υιοθέτηση μιας ‘Νέας Πράσινης Συμφωνίας’ που απλώς θα περιορίζει τη δράση του καπιταλισμού έτσι ώστε να μην βλάπτει το περιβάλλον-καλό κι αυτό-και τον ‘εκπρασινισμό’ του ΔΝΤ και άλλων διεθνών πολιτικοοικονομικών οργάνων, τα οποία θα παρακολουθούν τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και θα αποτρέπουν κρίσεις σαν την παρούσα. Πολύ πράσινα και ρόδινα μας τα λένε… Δεν έχουν φαίνεται υπ’ όψιν τους τον κυκλικό χαρακτήρα του καπιταλισμού, που διέρχεται περιοδικά κρίσεις, από τις οποίες οι έχοντες βγαίνουν δυνατότεροι, και οι μη-έχοντες φτωχότεροι. Ζητούν την ψήφο μας για να στηρίξουμε ένα εκτός πραγματικότητας κόμμα. Διαφορετικά, ξέρουν πολύ καλά την πραγματικότητα, και ζητούν την ψήφο μας τάζοντας μας μη εφαρμόσιμα προγράμματα, λαγούς με πετραχήλια ελληνιστί.

Σε τοπικό επίπεδο, προτείνουν μεταξύ άλλων, ‘την αύξηση των χρηματοδοτήσεων σε εταιρείες και μη κυβερνητικές οργανώσεις που προσλαμβάνουν νέους ή άλλους ανέργους και συμβάλλουν στην επίτευξη κοινωνικών και περιβαλλοντικών στόχων χωρίς να ανακυκλώνουν την ανεργία ή να δημιουργούν εργαζομένους με μειωμένα δικαιώματα’. Με λίγα λόγια, προτείνουν ένα πράσινο νόμο Πετραλιά για επιδότηση της απασχόλησης! Αντιλαϊκά μέτρα με μια πράσινη μάσκα στην ουσία, αυτές είναι οι προτάσεις του κου Τρεμόπουλου και της παρέας του. Τίποτα παραπάνω. Και πού είναι η εναλλακτικότητα σε αυτό το μέτρο κύριοι Οικολόγοι? Πήραν έναν απαράδεκτο νόμο της ΝΔ, πρόσθεσαν λίγο πράσινο για να δείξουν ότι είναι οικολόγοι και μας τον προσφέρουν ως κάτι νέο, εναλλακτικό, διαφορετικό από όσα προτείνουν τα κόμματα εξουσίας! Και τολμούν κιόλας να αυτο-χαρακτηρίζονται ως κόμμα διαμαρτυρίας! Διαμαρτυρία που πρεσβεύει τα ίδια με το στόχο της πρώτη φορά ακούω… Όταν δηλώνεις πρόθυμος να συνεργαστείς με το κατεστημένο (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ), τότε συγγνώμη, αλλά δεν μπορείς να αυτό αποκαλείσαι δύναμη αλλαγής. Όταν μένεις αδιάφορος στην ιδιωτικοποίηση της ενέργειας και δίνεις πράσινο φως στην εκμετάλλευση τους από μεγαλοκαπιτάλες (Μυτιληναίος, Μπόμπολας) και δεν καταγγέλλεις ουσιαστικά τη λογική του κέρδους που καταστρέφει το περιβάλλον, τότε δεν είσαι καθόλου εναλλακτική δύναμη, αλλά κοινό δεκανίκι.

Και λέω παραπάνω 'για να δείξουν ότι είναι οικολόγοι', γιατί και γι αυτό το θέμα υπάρχουν πολλές και βάσιμες αμφιβολίες.
Παραθέτω απόσπασμα από το σχόλιο του χρήστη alitos στο tvxs πάνω στο θέμα των Οικολόγων-Πράσινων(τις λέξεις με bold δεν τις τόνισα εγώ, είναι με κεφαλαία στο κείμενο):

«Αν ρωτήσεις όλους αυτούς που έχουν τρέξει εδώ και χρόνια για διάφορες δράσεις που αφορούν το περιβάλλον εδώ στην Θεσσαλονίκη θα μάθεις ότι πάντα ο κ.Τρεμόπουλος ήταν ή απών ή επιθετικά διεκδικούσε να εμφανίζεται στην κεφαλή των διεκδικούντων για να καρπώνεται προσωπικά οφέλη από την όποια δράση.

Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι Οικολόγοι ή ο Τρεμόπουλος, δεν δέχτηκαν να ενταχθούν σε κοινές δράσεις πολιτών για περιβαλλοντικά και κοινωνικά θέματα και η απουσία τους είναι κάτι παραπάνω από ενδεικτική για το πως κατανοούν στην πράξη αυτό που εννοείται ως συλλογική δράση.

Υπάρχουν πολλοί ενεργοί πολίτες εδώ στην Θεσσαλονίκη με πολύχρονη σχετική δραστηριοποίηση που θα επιβεβαίωναν και με το παραπάνω αυτό που λέω αλλά θα πήγαιναν ακόμα παραπέρα για να μιλήσουν για την γαργάρα που έχουν κατά καιρούς κάνει οι Οικολόγοι για τις βαρύτατες περιβαλλοντικές επιπτώσεις μεγάλων έργων ή οικονομικών δραστηριοτήτων.

Ειδικά στις περιπτώσεις που οι τοπικές κοινωνίες στην επαρχία διαμαρτυρήθηκαν και αντιτάχθηκαν για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, οι Οικολόγοι ήταν σχεδόν πάντοτε απόντες.

Βέβαια τώρα που τα φώτα της δημοσιότητας έπεσαν πάνω στους Οικολόγους και στον Τρεμόπουλο θα φανεί πόσο πραγματικά δραστήριοι και συμμετοχικοί είναι για τα θέματα που τόσο πολύ κόπτονται και έτσι θα επιβεβαιωθούν πανηγυρικά όσοι τους θεωρούν ως το πυροτέχνημα της σημερινής συγκυρίας...
»

Να προσθέσουμε και μερικές ακόμη απουσίες των Οικολόγων-Πράσινων...:
1. Απόντες στο θέμα του Ελαιώνα, αδιαφορώντας για το τερατώδες MALL Βωβού που θα χτιζόταν δίπλα στο γήπεδο του ΠΑΟ. Η οικολογική τους ευαισθησία εξαντλήθηκε στο να χαρίσουν ένα ποδήλατο (μάλλον για να προβληθούν κι αυτοί) στον Κακλαμάνη, το σχιζοφρενή δήμαρχο με το πριόνι, που καθύβριζε τους 131 πολίτες που προσέφυγαν ενάντια στην καταστροφή του Ελαιώνα.
2. Απόντες από το Ελληνικό όπου ο δήμαρχος και άλλοι φορείς έδωσαν μάχη για τις ελεύθερες παραλίες ενάντια στη μαφία της νύχτας και το λατρευτό Σουφλιά, υπουργό ΠΕΧΩΔΕ.
3. Απόντες από τους αγώνες κατά της δημιουργίας χωματερής στη Μαυροράχη Θεσσαλονίκης, κατά της παραχώρησης της παραλίας της Καλαμαριάς σε ιδιώτες και κατά της τσιμεντοποίησης τεράστιας έκτασης του Πανοράματος από το χριστιανέμπορο μητροπολίτη Άνθιμο (βρε λες να είχε δίκιο ο alitos?)
4. Απόντες από η μεγάλη μάχη για τη λυματολάσπη, για να φύγει η χωματερή από τα Άνω Λιόσια και για την περεταίρω υποβάθμιση της Δυτικής Αττικής.
5.Απόντες από τους αγώνες στις γειτονιές, όπου οι κάτοικοι ξηλώνουν τις παράνομες κεραίες κινητής τηλεφωνίας.
6. Απόντες από τους αγώνες για να σταματήσουν τα υπέρογκα φράγματα σε Αχελώο και Άραχθο και τη διάσωση του ιστορικού γεφυριού της Πλάκας στην Ήπειρο.
7. Απόντες από τον αγώνα για να μην τσιμεντοποιηθεί (και) η Πάρνηθα (επέκταση Καζίνο-Μπόμπολας, Μονή Κλειστών, Τεχνόπολη)
8. Απόντες επίσης από τη μάχη ενάντια στις δεξαμενές (Βαρδινογιάννης κλπ) στη Βάσοβα της Καβάλας.
Και πολλές άλλες απουσίες… Ωραίοι οικολόγοι είναι. Το όνομα τους είναι το πλέον υποκριτικό μαζί με αυτό του ΠΑΣΟΚ.

Και τέλος, να θυμίσουμε και από πού προέρχονται οι’ Οικολόγοι-Πράσινοι’:
Είναι αυτοί που ανήκουν στο Ευρωπαϊκό Πράσινο Κόμμα, το οποίο στήριξε την επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία, μέλη του οποίου συμμετείχαν στις κυβερνήσεις που βομβάρδισαν τη Σερβία και που τήρησε σιγήν ιχθύος για την επέμβαση των Αμερικανών στο Αφγανιστάν. Είναι επίσης το ευρωπαϊκό κόμμα, που είπε ΝΑΙ στο αντικομμουνιστικό μνημόνιο της ΕΕ, που είπε ΝΑΙ στο ιμπεριαλιστικό διχοτομικό σχέδιο Ανάν για την Κύπρο, το οποίο απέρριψε στη συντριπτική του πλειοψηφία ο κυπριακός λαός. Να συμπληρώσουμε πως επί υπουργίας Πράσινου στο αρμόδιο υπουργείο στην κυβέρνηση Σρέντερ, μεταφέρονταν τα πυρηνικά απόβλητα από τη Γερμανία σε χώρες-χωματερές¸ενώ οι ακτιβιστές έπεφταν στις γραμμές των τραίνων για να εμποδίσουν αυτή τη μεταφορά. Τέλος, λένε ΝΑΙ στην Ευρωσυνθήκη

Να λοιπόν ένα κόμμα διαμαρτυρίας. Να ένα κόμμα που θα αντισταθεί στο κατεστημένο παριστάνοντας το δεκανίκι του. Να ένα κόμμα με τη μικρότερη αξιοπιστία κι από τα κόμματα εξουσίας που έχουν καταστρέψει τη χώρα. Να ένα κόμμα που σας προσφέρει απλόχερα έναν όμορφο πράσινο καπιταλισμό, στην ίδια λογική που ο Bill Gates προτείνει τον φιλάνθρωπο ιμπεριαλισμό. Να ένα κόμμα που ονομάζεται ‘Οικολόγοι Πράσινοι’ και που απέχει από τους περισσότερους οικολογικούς αγώνες. Πιθανότατα η πιο αξιόλογη συμβολή του στο παγκόσμιο οικολογικό κίνημα είναι η συμμετοχή στο Earth Hour. Να ένα κόμμα που είναι μέλος ενός από τα πιο ανήθικα ευρωπαϊκά κόμματα.

Ψηφίστε τους λοιπόν. Ψηφίστε τους για να γίνουμε επίσημα οικολόγοι, ανεπίσημα αδιάφοροι και ανεύθυνοι, για να συμμετέχουμε κι εμείς στα διεθνή εγκλήματα. Μπορούμε κι εμείς.

Καμμία ψήφος χαμένη στους ‘Οικολόγους-Πράσινους’! Καμμία ψήφος στους υποκριτές υποστηρικτές του πράσινου ιμπεριαλισμού!

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2009

Μια επιθετική προσέγγιση στο οικολογικό πρόβλημα...

Η ανάδειξη της οικολογίας σε μείζον ζήτημα είναι στοιχείο της καπιταλιστικής κοινωνίας και πιο συγκεκριμένα της ύστερης καπιταλιστικής κοινωνίας των Δυτικών χωρών. Προφανώς οι κλασικοί του μαρξισμού δεν έχουν παρουσιάσει κάποια ανάλυση του ζητήματος χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορούμε να κάνουμε μια απόπειρα.

Θα το προσεγγίσουμε μέσα από το ζήτημα του τρόπου παραγωγής (δηλαδή των μαζικών, βιομηχανοποιημένων μέσων παραγωγής) σε συνδυασμό με τις σχέσεις παραγωγής και κυρίως τις σχέσεις εμπορευματικής παραγωγής που έχουν οδηγήσει στο μονοπωλιακό καπιταλισμό.

Αρχικά είναι προφανές ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων κατά τον 17ο και 18ο αιώνα έθεσαν τις βάσεις ώστε για πρώτη φορά στην ιστορία ο άνθρωπος να μπορεί να επιδράσει στη φύση καθοριστικά και σε μεγάλη κλίμακα. Εδώ βέβαια πρέπει να προστεθεί ότι ήταν αυτή ακριβώς η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που μας επέτρεψε αργότερα να μελετήσουμε τις κλιματικές αλλαγές, να εμβαθύνουμε τις γνώσεις μας στα φυσικά φαινόμενα και εν τέλει να συνειδητοποιήσουμε την ευθύνη μας. Συνεπώς, το οικολογικό κίνημα δεν θα είχε ποτέ γεννηθεί αν δεν είχε προηγηθεί αυτή η τεχνολογική πρόοδος. Με βάση αυτά, σκέφτομαι ότι το οικολογικό πρόβλημα είναι πρωτίστως (αλλά όχι μονάχα) τεχνολογικό με την έννοια ότι την ολοκληρωτική λύση του (αν αυτή βρεθεί ποτέ) θα τη δώσει η τεχνολογία και όχι η κοινωνική ευαισθητοποίηση.

Από εκεί και έπειτα θα ήταν στείρα τεχνοκρατική αντίληψη να μείνουμε στο τεχνολογικό κομμάτι του τρόπου παραγωγής, το οποίο δεν υπάρχει στο κενό αλλά συνδέεται άμεσα με ορισμένες σχέσεις παραγωγής. Έτσι, η μαζική, βιομηχανοποιημένη παραγωγή συνδέθηκε με τη μισθωτή εκμετάλλευση και με το σύστημα κυκλοφορίας της ελεύθερης αγοράς, το οποίο ενίσχυσε το συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής και εξασφάλισε την εξάπλωση του. Πράγματι, η ανύψωση του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο του ενίσχυσε την παγκόσμια διάδοση των παραγωγικών δυνάμεων, ισοπεδώνοντας τους παλαιότερους τρόπους παραγωγής. Συνεπώς, δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις παραγωγικές δυνάμεις σαν αυτόνομη δύναμη που εξελίσσεται μόνη της αλλά πρέπει να τις αντιμετωπίσουμε συνδεδεμένες με το εκάστοτε ταξικό υπόβαθρο. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν μπορεί παρά να φανεί αστείο το πολιτικό πρόταγμα για «πράσινη» ελεύθερη αγορά, χαρακτηριστικό όλων των «οικολογικών» κομμάτων ανά την Ευρώπη, χωρίς να εξαιρούνται οι «δικοί μας» Οικολόγοι Πράσινοι του Τρεμόπουλου.

Το ζητούμενο είναι ότι όση επιτυχία κι αν έχει η ανάπτυξη της οικολογικής συνείδησης της κοινωνίας, το πρόβλημα στην ουσία του θα παραμένει όσο διατηρείται η συγκεκριμένη οργάνωση των όρων της παραγωγής. Σε σχέση με αυτό, είναι ευρέως διαδεδομένη η ψευδαίσθηση ότι διάφοροι διεθνείς οργανισμοί με ενισχυμένες αρμοδιότητες (βλέπε Ε.Ε., ΟΗΕ) μπορούν να επιβάλλουν όρους οικολογικού σχεδιασμού στην εκ φύσεως άναρχη καπιταλιστική παραγωγή. Κάτι τέτοιο αποτελεί αυταπάτη γιατί εξ υπονοεί ότι οι οργανισμοί λειτουργούν «πάνω» από την κοινωνία προς όφελος της. Φυσικά, οι οργανισμοί αυτοί αποτελούν πεδία ταξικής πάλης που συνδέονται άμεσα με τους εκάστοτε συσχετισμούς είτε μεταξύ αστικής και εργατικής τάξης είτε μεταξύ των διαφορών μερίδων της άρχουσας τάξης. Έτσι, οι ίδιοι οι μηχανισμοί οργανώνονται (και αναδιοργανώνονται) με βάση τις ταξικές αντιπαραθέσεις και τελικώς , καθώς υπάρχει άρχουσα τάξη, καταλήγουν να προσαρμόζονται στις απαιτήσεις της. Βεβαίως, διατηρούν μια περιορισμένη αυτονομία ενώ παράλληλα δέχονται τις επιδράσεις όλων των υπαρχουσών αντιθέσεων και φυσικά τις επιδράσεις της κύριας αντίθεσης μεταξύ βιομηχανικού κεφαλαίου και προλεταριάτου.
Σε κάθε περίπτωση όμως, αποτελούν αστικούς μηχανισμούς, δηλαδή δεν είναι απλά «εργαλεία» που θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν οι εργαζόμενοι (σε περίπτωση αλλαγής των συσχετισμών) για να αμφισβητήσουν ευθέως τα καπιταλιστικά συμφέροντα. Συνεπώς, δεν μπορούν να αξιοποιηθούν για τη ριζική μετατροπή των σχέσεων παραγωγής και τη συνεπακόλουθη αλλαγή στην πορεία ανάπτυξης (και αξιοποίησης) των παραγωγικών δυνάμεων.

Καταλήγουμε, ότι η ουσιαστική λύση του οικολογικού προβλήματος έγκειται στην ολοκληρωτικά διαφορετική λειτουργία των παραγωγικών δυνάμεων μέσα από την αξιοποίηση της τεχνολογικής ανάπτυξης. Προκειμένου όμως η ανθρωπότητα να απελευθερώσει σε αυτή την κατεύθυνση τις παραγωγικές δυνάμεις της πρέπει πρώτα να ελευθερωθεί η ίδια από τις σημερινές σχέσεις παραγωγής, τις βασιζόμενες στην εκμετάλλευση της παραγωγικής πλειοψηφίας του πληθυσμού από μια οικτρή μειοψηφία.
Πρέπει να απελευθερωθεί από τις κρίσεις υπερπαραγωγής που την ταλανίζουν σήμερα και θα την ταλανίζουν όσο παραμένει στο «βασίλειο της τυφλής αναγκαιότητας» όπως χαρακτηρίζει ο Ένγκελς τις εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής.

Η λύση βρίσκεται στη ριζοσπαστική οικολογία και την κοινωνική απελευθέρωση και όχι στην οικολογία του «καναπέ» και της δημοσκοπικής φούσκας

ψαξε τωρα για να μην ψαχνεσαι μετα...